- παρενέβαλλε
- παρεμβάλλωput in besideimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γκότσι, Κάρλο — (Carlo Gozzi, Βενετία 1720 – 1806). Ιταλός λόγιος. Μαζί με τον αδελφό του Γκασπάρο και άλλους Βενετσιάνους αριστοκράτες ίδρυσε το 1747 την αντιδραστική Accademia dei Graneleschi με αρχαΐζουσες τάσεις. Το 1757 άρχισε άγρια πολεμική εναντίον του… … Dictionary of Greek
Κάλβερτ, Τσαρλς Αλεξάντερ — (Charles Alexander Calvert, Λονδίνο 1828 – Μπρούκλαντς, Μάντσεστερ 1879). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης. Διετέλεσε διευθυντής σκηνής και πρωταγωνιστής στο Royal Theatre του Μάντσεστερ από το 1859. Από το 1864 έως το 1875 διηύθυνε το Prince’s… … Dictionary of Greek
Σμέτανο, Μπέντριχ — (Smetana). Τσεχοσλοβάκος συνθέτης (Λιτομίσλ 1824 Πράγα 1884). Αυτοδίδακτος, συμπλήρωσε τις μουσικές σπουδές του στην Πράγα. Λίγο πάνω από είκοσι ετών προσχώρησε στα νέα μουσικά ρεύματα και ακολούθησε το κλίμα που είχαν δημιουργήσει ο Μπερλιόζ και … Dictionary of Greek